- μοιραστής
- οαυτός που μοιράζει, ο διανομέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μοιραστής — ο, θηλ. μοιράστρ(ι)α, αρσ. πληθ. μοιραστάδες (Μ μοιραστής) [μοιράζω] νεοελλ. αυτός που αναλαμβάνει να μοιράσει, να διανείμει κάτι μσν. διαιρέτης, παρονομαστής κλάσματος … Dictionary of Greek
δατητής — δατητής, ο (Α) ο διανεμητής, ο μοιραστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δατη τού δατέομαι*] … Dictionary of Greek